μισθωτικός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην ή προορίζεται για [[ενοικίαση]]· ἡ [[μισθωτική]] = μισθαρνική, το [[επάγγελμα]] του μισθωτού [[εργάτη]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μισθωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην ή προορίζεται για [[ενοικίαση]]· ἡ [[μισθωτική]] = μισθαρνική, το [[επάγγελμα]] του μισθωτού [[εργάτη]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθωτικός:''' наемнический, наемный Plat.
}}
}}