καταθραύω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταθραύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], [[συντρίβω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''καταθραύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], [[συντρίβω]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταθραύω:''' разбивать на части (ἀγέλην Plat.; τὰ σώματα Plut.).
}}
}}