σκύλευμα: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκύλευμα:''' [ῠ], -ατος, τό, κατά κανόνα στον πληθ., όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, [[λάφυρα]], [[λεία]], σε Ευρ., Θουκ.
|lsmtext='''σκύλευμα:''' [ῠ], -ατος, τό, κατά κανόνα στον πληθ., όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, [[λάφυρα]], [[λεία]], σε Ευρ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκύλευμα:''' ατος (κῡ) τό (только pl.) снятые (с убитого врага) доспехи ([[πολέμια]] σκυλεύματα Eur.).
}}
}}