3,273,773
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκύλευμα:''' [ῠ], -ατος, τό, κατά κανόνα στον πληθ., όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, [[λάφυρα]], [[λεία]], σε Ευρ., Θουκ. | |lsmtext='''σκύλευμα:''' [ῠ], -ατος, τό, κατά κανόνα στον πληθ., όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, [[λάφυρα]], [[λεία]], σε Ευρ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκύλευμα:''' ατος (κῡ) τό (только pl.) снятые (с убитого врага) доспехи ([[πολέμια]] σκυλεύματα Eur.). | |||
}} | }} |