3,274,913
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρόκη:''' ἡ, επίσης (όπως αν προερχόταν από ονομ. <i>*κρόξ</i>), ετερόκλ. αιτ. [[κρόκα]], ονομ. πληθ. [[κρόκες]], σε Ανθ.· ([[κρέκω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κλωστή]] που περνάει [[ανάμεσα]] στα νήματα του στημονιού ([[στήμων]], [[tela]]), υφαδι, Λατ. [[subtemen]], σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κροκύς]], [[κουβάρι]], [[νήμα]] ή [[χνούδι]] μάλλινου ρούχου, [[ρούχο]] με κατσαρό [[μαλλί]] ([[χνούδι]]), σε Αριστοφ.· στον πληθ., <i>μαλακαῖς κρόκαις</i>, με ρούχα από μαλακό [[μαλλί]], σε Πίνδ.· <i>κροκαῖσι</i>, με μάλλινα νήματα, σε Σοφ. | |lsmtext='''κρόκη:''' ἡ, επίσης (όπως αν προερχόταν από ονομ. <i>*κρόξ</i>), ετερόκλ. αιτ. [[κρόκα]], ονομ. πληθ. [[κρόκες]], σε Ανθ.· ([[κρέκω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κλωστή]] που περνάει [[ανάμεσα]] στα νήματα του στημονιού ([[στήμων]], [[tela]]), υφαδι, Λατ. [[subtemen]], σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κροκύς]], [[κουβάρι]], [[νήμα]] ή [[χνούδι]] μάλλινου ρούχου, [[ρούχο]] με κατσαρό [[μαλλί]] ([[χνούδι]]), σε Αριστοφ.· στον πληθ., <i>μαλακαῖς κρόκαις</i>, με ρούχα από μαλακό [[μαλλί]], σε Πίνδ.· <i>κροκαῖσι</i>, με μάλλινα νήματα, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρόκη:''' ἡ<b class="num">1)</b> уток: [[εὐθυπλοκία]] κρόκης καὶ στήμονος Plat. прямое переплетение утка и основы;<br /><b class="num">2)</b> нить (κ. ῥαγεῖσα Plut.): ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ἀπηρτῆσθαι погов. Luc. висеть на волоске;<br /><b class="num">3)</b> шерстяное волокно, шерсть (θαλλοῖσιν ἢ κρόκαισιν ἐρέφειν Soph.);<br /><b class="num">4)</b> pl. ткань (μαλακαὶ κρόκαι Pind.);<br /><b class="num">5)</b> pl. галька, голыш (περὶ τοὺς αἰγιαλούς Arst.). | |||
}} | }} |