ἐπαναίρω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαναίρω:''' [[σηκώνω]], [[υψώνω]], σε Ξεν. — Μέσ., [[εξεγείρω]] τον ένα κατά του άλλου, σε Σοφ., Θουκ. — Παθ., σηκώνομαι, εγείρομαι, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπαναίρω:''' [[σηκώνω]], [[υψώνω]], σε Ξεν. — Μέσ., [[εξεγείρω]] τον ένα κατά του άλλου, σε Σοφ., Θουκ. — Παθ., σηκώνομαι, εγείρομαι, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαναίρω:''' <b class="num">1)</b> поднимать (τὰς κεφαλάς Xen.; med.: [[δόρυ]] Soph.; τὴν βακτηρίαν τινί Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> med. подниматься, вставать: ἀλλ᾽ ἐπαναίρου! Arph. вставай же!
}}
}}