3,277,002
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φᾰνερός:''' -ά, -όν και -ός, -όν ([[φαίνω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ορατός]], [[κατάδηλος]], [[εμφανής]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[φανερός]] εἰμι, με μτχ., <i>φανεροί εἰσι ἀπικόμενοι</i>, είναι γνωστό ότι έχουν έρθει, είναι εμφανές, σε Ηρόδ.· ομοίως, φανεροὶ γιγνόμενοι [[ὅτι]] ποιοῦσιν, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ανοιχτός]], λέγεται για δρόμο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> φανερὰ [[οὐσία]], αληθινή [[περιουσία]] αντίθ. προς τη χρηματική ([[ἀφανής]]), σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για τις ψήφους, <i>φανερᾷ ψήφῳ</i>, με ανοιχτή [[ψηφοφορία]], αντίθ. του [[κρύβδην]] (μυστική), σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> επίρρ. <i>-ρῶς</i>, [[φανερά]], εμφανώς, σε Ηρόδ., Αττ.· συγκρ. <i>φανερώτερον</i>, σε Θουκ.· <i>τὸ φανερόν</i> [[συχνά]] συνοδεύεται με προθ., ως επιρρ., <i>ἐκ τοῦ φανεροῦ</i>, [[φανερώς]] ([[φανερά]]), σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ἐντῷ φανερῷ</i>, σε Ξεν.· <i>ἐς τὸ φανερόν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για θεούς, αναγνωρισμένος, σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, διακεκριμένος, [[έγκριτος]], [[διαπρεπής]], [[έξοχος]], σε Σοφ., Θουκ. | |lsmtext='''φᾰνερός:''' -ά, -όν και -ός, -όν ([[φαίνω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ορατός]], [[κατάδηλος]], [[εμφανής]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[φανερός]] εἰμι, με μτχ., <i>φανεροί εἰσι ἀπικόμενοι</i>, είναι γνωστό ότι έχουν έρθει, είναι εμφανές, σε Ηρόδ.· ομοίως, φανεροὶ γιγνόμενοι [[ὅτι]] ποιοῦσιν, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ανοιχτός]], λέγεται για δρόμο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> φανερὰ [[οὐσία]], αληθινή [[περιουσία]] αντίθ. προς τη χρηματική ([[ἀφανής]]), σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για τις ψήφους, <i>φανερᾷ ψήφῳ</i>, με ανοιχτή [[ψηφοφορία]], αντίθ. του [[κρύβδην]] (μυστική), σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> επίρρ. <i>-ρῶς</i>, [[φανερά]], εμφανώς, σε Ηρόδ., Αττ.· συγκρ. <i>φανερώτερον</i>, σε Θουκ.· <i>τὸ φανερόν</i> [[συχνά]] συνοδεύεται με προθ., ως επιρρ., <i>ἐκ τοῦ φανεροῦ</i>, [[φανερώς]] ([[φανερά]]), σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ἐντῷ φανερῷ</i>, σε Ξεν.· <i>ἐς τὸ φανερόν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για θεούς, αναγνωρισμένος, σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, διακεκριμένος, [[έγκριτος]], [[διαπρεπής]], [[έξοχος]], σε Σοφ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φᾰνερός:''' редко<br /><b class="num">1)</b> видимый, зримый, заметный: ἔχειν πάντα φανερά Her. быть видимым во всех своих частях; εἰς φανερὰν ὄψιν βαίνειν Eur. обнаруживать себя, показываться; [[τοὔργον]] παρέσται φανερόν Soph. это будет видно; φανερὰ [[οὐσία]] Isae., Dem. видимое, т. е. недвижимое имущество; τὸν [[σῖτον]] ἐς τὸ φανερὸν φέρειν Thuc. публично объявить о своих хлебных запасах; ὑπ᾽ οὐδενὸς φανεροῦ Plut. без всякой видимой причины;<br /><b class="num">2)</b> открытый ([[ὁδός]] Pind.): φανεραὶ ἐσβολαὶ ἐς Αἴγυπτον Her. свободные подступы к Египту; αἱ φανεραὶ πηγαί Thuc. открытые источники;<br /><b class="num">3)</b> открытый, очевидный, явный ([[ἔχθρα]] πρός τινα Thuc.): τὴν ψῆφον φανερὰν φέρειν или τιθέναι Plat. голосовать открыто (явно); ἀπικόμενοι φανεροί εἰσι ἐς πόλιν Her. известно, что они пришли в город; ὅσα μὴ φ. ἦν [[ὅπως]] ἐγίγνωσκεν Xen. неясно было, что он об этом думает; ἐκ τοῦ φανεροῦ Thuc., Xen. открыто, явно; αἱ ἐς τὸ φανερὸν λεγόμεναι αἰτίαι Thuc. открыто называемые причины; ἐν τῷ φανερῷ Thuc., Xen., Plat. открыто, публично, всенародно; κατὰ τὸ φανερὸν [[εἰπεῖν]] Arph. высказаться во всеуслышание;<br /><b class="num">4)</b> видный, выдающийся, славный (πάντων φανερώτατος [[Βρασίδας]] ἐγένετο Thuc.): [[πόλις]] ἡ μεγίστη τῶν φανερῶν Xen. величайший из славных городов. | |||
}} | }} |