παραρτέομαι: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραρτέομαι:''' Ιων. ρήμ. (πρβλ. [[ἀρτέομαι]]), Μέσ.<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] για κάποιον, <i>παραρτέετο στρατίην</i>, ασχολήθηκε με την [[προετοιμασία]] του στρατεύματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> με Παθ. [[σημασία]], βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]], στον ίδ.
|lsmtext='''παραρτέομαι:''' Ιων. ρήμ. (πρβλ. [[ἀρτέομαι]]), Μέσ.<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] για κάποιον, <i>παραρτέετο στρατίην</i>, ασχολήθηκε με την [[προετοιμασία]] του στρατεύματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> με Παθ. [[σημασία]], βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]], στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-αρτέομαι, alleen Ion. praes. en imperf. met acc. voorbereiden:. στρατίην een veldtocht Hdt. 7.20.1. intrans. zich voorbereiden:. ὡς ἀλεξησόμενοι om zich te verdedigen Hdt. 8.81.
}}
}}