παραληπτός: Difference between revisions
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραληπτός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[αποδεκτός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''παραληπτός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[αποδεκτός]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] over te nemen. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A to be received, opp. παραδοτός, ἄλλῳ παρ' ἄλλου Pl.Men.93b. II deserving of inclusion, Chrysipp.Stoic.3.17.
German (Pape)
[Seite 487] angenommen, annehmbar, Ggstz παραδοτός, Plat. Men. 93 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραληπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ παραδοτός, τινι παρά τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, πρός τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.
Étymologie: παραλαμβάνω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παραλαμβάνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει κανείς
2. ο κατάλληλος για εφαρμογή, εφαρμόσιμος («οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», Πλούτ.).
Greek Monotonic
παραληπτός: -ή, -όν, αυτός που είναι αποδεκτός, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] over te nemen.