καταληπτικός: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταληπτικός:''' -ή, -όν ([[καταλαβεῖν]]), αυτός που μπορεί να εμποδίζει ή να αναχαιτίζει, με γεν., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταληπτικός:''' -ή, -όν ([[καταλαβεῖν]]), αυτός που μπορεί να εμποδίζει ή να αναχαιτίζει, με γεν., σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταληπτικός -η -ον [καταλαμβάνω] in staat in toom te houden, met gen.: κ. τοῦ θορυβητικοῦ in staat de rumoerige massa in toom te houden Aristoph. Eq. 1380. begrips-, in staat tot begrip: fil. κ. φαντασία een mentale voorstelling die gepaard gaat met begrip (van het object van waarneming).
}}
}}