καρρέζουσα: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρρέζουσα:''' Επικ. αντί <i>καταρρ-</i>, θηλ. μτχ. του [[καταρρέζω]].
|lsmtext='''καρρέζουσα:''' Επικ. αντί <i>καταρρ-</i>, θηλ. μτχ. του [[καταρρέζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''καρρέζουσα:''' эп. part. praes. f к [[καταρρέζω]].
}}
}}