ἀντεικάζω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντεικάζω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ῄκασα</i>· [[συγκρίνω]], [[παρομοιάζω]], <i>τινά τινι</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀντεικάζω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ῄκασα</i>· [[συγκρίνω]], [[παρομοιάζω]], <i>τινά τινι</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντεικάζω:''' (fut. ἀντεικάσομαι) со своей стороны сравнивать, уподоблять (τινά τινι Arph. и τινά Plat.).
}}
}}