3,277,700
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, παρακ. <i>-είληχα</i>· ως [[νομικός]] όρος, <i>ἀντ. δίαιταν</i>, έχω ορισμένη (συγκεκριμένη) [[διαιτησία]], δηλ. έχει λήξει η προηγούμενη, σε Δημ.· <i>ἀντ. ἔρημον</i> (ενν. τὴν [[δίκην]]), [[κατορθώνω]] να την αναιρέσω ως άδικη, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀντιλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, παρακ. <i>-είληχα</i>· ως [[νομικός]] όρος, <i>ἀντ. δίαιταν</i>, έχω ορισμένη (συγκεκριμένη) [[διαιτησία]], δηλ. έχει λήξει η προηγούμενη, σε Δημ.· <i>ἀντ. ἔρημον</i> (ενν. τὴν [[δίκην]]), [[κατορθώνω]] να την αναιρέσω ως άδικη, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιλαγχάνω:''' (pf. [[ἀντείληχα]]) юр. обжаловать, опротестовывать (παραγραφήν Dem.): ἀ. δίαιταν Dem. обжаловать решение третейского суда; ἀ. τὴν μὴ οὖσαν (sc. [[δίκην]]) Dem. возбуждать ходатайство об отмене судебного решения; ἀ. [[ἔρημον]] (sc. [[δίκην]]) Dem. опротестовывать вынесенное заочно решение. | |||
}} | }} |