ἀντερῶ: Difference between revisions

1a
(3)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντερῶ:''' μέλ. [[χωρίς]] ενεστώτα σε [[χρήση]]· παρακ. <i>ἀντείρηκα</i> (πρβλ. [[ἀντεῖπον]])· [[μιλώ]] ενάντια, [[αντικρούω]], σε Σοφ.· τι [[πρός]] τινα, σε Αριστοφ.· με απαρ., [[αρνούμαι]], σε Αισχύλ. — Παθ., <i>οὐδὲν ἀντερήσεται</i>, δεν θα δοθεί καμία [[άρνηση]], σε Σοφ.·
|lsmtext='''ἀντερῶ:''' μέλ. [[χωρίς]] ενεστώτα σε [[χρήση]]· παρακ. <i>ἀντείρηκα</i> (πρβλ. [[ἀντεῖπον]])· [[μιλώ]] ενάντια, [[αντικρούω]], σε Σοφ.· τι [[πρός]] τινα, σε Αριστοφ.· με απαρ., [[αρνούμαι]], σε Αισχύλ. — Παθ., <i>οὐδὲν ἀντερήσεται</i>, δεν θα δοθεί καμία [[άρνηση]], σε Σοφ.·
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀντεῖπον]] [fut. with no pres. in use.]<br />to [[speak]] [[against]], [[gainsay]], Soph.; τι πρός τινα Ar.; c. inf. to [[refuse]], Aesch.:—Pass., οὐδὲν ἀντειρήσεται no [[denial]] shall be given, Soph.
}}
}}