Ἐνυάλιος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἐνῡάλιος:''' [ᾰ], ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ο Πολεμοχαρής, επίθ. του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως προσηγορικό όνομα, [[πόλεμος]], [[μάχη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[πολεμικός]], μαινόμενος, [[βίαιος]], [[έξαλλος]], [[άγριος]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''Ἐνῡάλιος:''' [ᾰ], ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ο Πολεμοχαρής, επίθ. του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως προσηγορικό όνομα, [[πόλεμος]], [[μάχη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[πολεμικός]], μαινόμενος, [[βίαιος]], [[έξαλλος]], [[άγριος]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἐνῡάλιος:''' ὁ [[Ἐνυώ]] Эниалий, «Воинственный» (эпитет Арея) Hom., Hes., Soph., Eur., Arph.: τῷ Ἐνυαλίῳ ἀλαλάζειν или ἐλελίζειν Xen. издавать боевой клич в честь Эниалия.
}}
}}