πετροτόμος: Difference between revisions

1ba
(6)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πετροτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει πέτρες, σε Ανθ.
|lsmtext='''πετροτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει πέτρες, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πετρο-[[τόμος]], ον, [[τέμνω]]<br />[[cutting]] stones, Anth.
}}
}}