ἀρτίζω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> (<i>*ἄρω</i>), [[ετοιμάζω]], [[προετοιμάζω]], σε Ανθ.· ομοίως, σε Μέσ., σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀρτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> (<i>*ἄρω</i>), [[ετοιμάζω]], [[προετοιμάζω]], σε Ανθ.· ομοίως, σε Μέσ., σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτίζω:''' устраивать, подготовлять (πρὸς τὸ τῆς τύχης ἄδηλον ἀρτισάμενος Diod.; med. χορόν Theocr.): τινά τινι ἵλαον ἀρτίσαι Anth. расположить кого-л. в чью-л. пользу.
}}
}}