ἡμιόλιος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμιόλιος:''' -α, -ον, Δωρ. ἁμιόλιος, <i>-ον</i> ([[ὅλος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιέχει το [[ολόκληρο]] και [[άλλο]] μισό από αυτό, Λατ. [[sesquialter]], σε Πλάτ.· με γεν., [[τὰς]] περόνας ἡμιολίας... τοῦ [[τότε]] κατεστεῶτος μέτρου, μεγαλύτερες κατά το μισό του ολόκληρου, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ἡμιολία]] [[ναῦς]], [[πλοίο]] με [[μία]] ολόκληρη και [[άλλη]] μισή [[σειρά]] από [[κουπιά]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''ἡμιόλιος:''' -α, -ον, Δωρ. ἁμιόλιος, <i>-ον</i> ([[ὅλος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιέχει το [[ολόκληρο]] και [[άλλο]] μισό από αυτό, Λατ. [[sesquialter]], σε Πλάτ.· με γεν., [[τὰς]] περόνας ἡμιολίας... τοῦ [[τότε]] κατεστεῶτος μέτρου, μεγαλύτερες κατά το μισό του ολόκληρου, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ἡμιολία]] [[ναῦς]], [[πλοίο]] με [[μία]] ολόκληρη και [[άλλη]] μισή [[σειρά]] από [[κουπιά]], σε Θεόφρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμιόλιος:''' [[ὅλος]] полуторный: [[λόγος]] ἡ. Plat. отношение 3: 2; ἡ. τοῦ κατεστῶτος μέτρου Her. в полтора раза больше прежнего размера; αὐξῆσαι ἡμιολίῳ μεγέθει Diod. увеличить в полтора раза; ἡ. [[ναῦς]] Diod. = [[ἡμιολία]] 1.<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> = [[ἡμιολία]] 1;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[στίχος]]) полуторный стих.
}}
}}