ὀλίγος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλίγος:''' [ῐ], -η, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για αριθμό ή [[ποσότητα]], [[λίγος]], [[σπάνιος]], [[μικρός]], περιορισμένος, [[ισχνός]], αντίθ. προς το [[πολύς]], σε Όμηρ. κ.λπ.· το [[σώμα]] των κυβερνώντων στα ολιγαρχικά πολιτεύματα ονομαζόταν <i>οἱ ὀλίγοι</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[πολύ]] περιορισμένος για να επιτύχει [[κάτι]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[μέγεθος]], [[μικρός]], [[αδύνατος]], [[ισχνός]], αντίθ. προς το [[μέγας]], σε Όμηρ.· [[ὀλίγον]] ἢ [[οὐδέν]], λίγο ή [[τίποτε]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> ουδ. [[ὀλίγον]] ως επίρρ., λίγο, λίγο μόνον, [[ελαφρά]], σε Όμηρ., Ευρ.· με συγκρ. επίθ., [[ὀλίγον]] [[προγενέστερος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὀλίγον]] ἦσσον, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[ὀλίγον]] τι [[πρότερον]], σε Ηρόδ.· [[αλλά]], το <i>ὀλίγῳ</i> συνοδεύει συχνότερα συγκρ. στον πεζό λόγο, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> Ιδιωματικές εκφράσεις:<br /><b class="num">1.</b> ὀλίγου [[δεῖν]], [[σχεδόν]], ὀλίγου ἐδέησε [[καταλαβεῖν]], λίγο έλειψε να κυριεύσει, σε Ηρόδ.· απ' όπου, το <i>ὀλίγου</i> μόνο του, [[παραλίγο]], [[σχεδόν]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· <i>ὀλίγου ἐς χιλίους</i>, [[σχεδόν]] χιλίους, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>δι' ὀλίγου</i> (ενν. <i>χώρου</i>), σε μικρή [[απόσταση]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>δι'ὀλίγου</i> (ενν. <i>χρόνου</i>), [[εντός]] ολίγου, αιφνιδίως, σε Θουκ.· <i>δι' ὀλίγων</i>, με [[λίγα]] [[λόγια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἐν ὀλίγῳ</i> (ενν. <i>χώρῳ</i>), σε μικρό χώρο, στα όρια μιας μικρής περιοχής, σε Θουκ.· επίσης, <i>ἐν ὀλίγῳ</i> (ενν. <i>χρόνῳ</i>), σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[ξαφνικά]], σε Πλάτ., Κ.Δ.<br /><b class="num">4.</b> <i>ἐν ὀλίγοις</i>, [[ένας]] [[ανάμεσα]] σε λίγους, δηλ. εξαιρετικά, αξιοπρόσεκτα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>ἐξ ὀλίγου = δι' ὀλίγου</i>, λέγεται για χρόνο, σε Θουκ.<br /><b class="num">6.</b> ἐς [[ὀλίγον]], [[εντός]] ολίγου, στον ίδ.<br /><b class="num">7.</b> κατ' [[ὀλίγον]], λίγο λίγο, στον ίδ.· το επίθ. όμως λαμβάνει [[συχνά]] το [[γένος]] και τον αριθμό του ουσ. που προσδιορίζει, <i>κατ' ὀλίγους</i>, λίγους [[κάθε]] [[φορά]], σε μικρές ομάδες, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">8.</b> μετ' [[ὀλίγον]] τούτων, λίγο [[μετά]] απ' αυτά, σε Ξεν.<br /><b class="num">V.</b> το επίρρ. [[ὀλίγως]] είναι σπάνιο, οὐκ [[ὀλίγως]], σε Ανθ.<br /><b class="num">VI.</b> Σύγκριση·<br /><b class="num">1.</b> ο συγκρ. [[συνήθως]] αναπληρώνεται από τα [[μείων]], [[ἥσσων]] ή [[ἐλάσσων]]· ο [[τύπος]] [[ὀλίζων]], <i>-ον</i>, γεν. <i>-ονος</i>, είναι [[σπάνιος]].<br /><b class="num">2.</b> υπερθ. [[ὀλίγιστος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· <i>ὀλίγιστον</i> ή <i>τὸ ὀλίγιστον</i>, ως επίρρ., Λατ. [[minime]], σε Πλάτ.· <i>ὡς ὀλίγιστα</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ὀλίγος:''' [ῐ], -η, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για αριθμό ή [[ποσότητα]], [[λίγος]], [[σπάνιος]], [[μικρός]], περιορισμένος, [[ισχνός]], αντίθ. προς το [[πολύς]], σε Όμηρ. κ.λπ.· το [[σώμα]] των κυβερνώντων στα ολιγαρχικά πολιτεύματα ονομαζόταν <i>οἱ ὀλίγοι</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[πολύ]] περιορισμένος για να επιτύχει [[κάτι]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[μέγεθος]], [[μικρός]], [[αδύνατος]], [[ισχνός]], αντίθ. προς το [[μέγας]], σε Όμηρ.· [[ὀλίγον]] ἢ [[οὐδέν]], λίγο ή [[τίποτε]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> ουδ. [[ὀλίγον]] ως επίρρ., λίγο, λίγο μόνον, [[ελαφρά]], σε Όμηρ., Ευρ.· με συγκρ. επίθ., [[ὀλίγον]] [[προγενέστερος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὀλίγον]] ἦσσον, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[ὀλίγον]] τι [[πρότερον]], σε Ηρόδ.· [[αλλά]], το <i>ὀλίγῳ</i> συνοδεύει συχνότερα συγκρ. στον πεζό λόγο, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> Ιδιωματικές εκφράσεις:<br /><b class="num">1.</b> ὀλίγου [[δεῖν]], [[σχεδόν]], ὀλίγου ἐδέησε [[καταλαβεῖν]], λίγο έλειψε να κυριεύσει, σε Ηρόδ.· απ' όπου, το <i>ὀλίγου</i> μόνο του, [[παραλίγο]], [[σχεδόν]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· <i>ὀλίγου ἐς χιλίους</i>, [[σχεδόν]] χιλίους, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>δι' ὀλίγου</i> (ενν. <i>χώρου</i>), σε μικρή [[απόσταση]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>δι'ὀλίγου</i> (ενν. <i>χρόνου</i>), [[εντός]] ολίγου, αιφνιδίως, σε Θουκ.· <i>δι' ὀλίγων</i>, με [[λίγα]] [[λόγια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἐν ὀλίγῳ</i> (ενν. <i>χώρῳ</i>), σε μικρό χώρο, στα όρια μιας μικρής περιοχής, σε Θουκ.· επίσης, <i>ἐν ὀλίγῳ</i> (ενν. <i>χρόνῳ</i>), σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[ξαφνικά]], σε Πλάτ., Κ.Δ.<br /><b class="num">4.</b> <i>ἐν ὀλίγοις</i>, [[ένας]] [[ανάμεσα]] σε λίγους, δηλ. εξαιρετικά, αξιοπρόσεκτα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>ἐξ ὀλίγου = δι' ὀλίγου</i>, λέγεται για χρόνο, σε Θουκ.<br /><b class="num">6.</b> ἐς [[ὀλίγον]], [[εντός]] ολίγου, στον ίδ.<br /><b class="num">7.</b> κατ' [[ὀλίγον]], λίγο λίγο, στον ίδ.· το επίθ. όμως λαμβάνει [[συχνά]] το [[γένος]] και τον αριθμό του ουσ. που προσδιορίζει, <i>κατ' ὀλίγους</i>, λίγους [[κάθε]] [[φορά]], σε μικρές ομάδες, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">8.</b> μετ' [[ὀλίγον]] τούτων, λίγο [[μετά]] απ' αυτά, σε Ξεν.<br /><b class="num">V.</b> το επίρρ. [[ὀλίγως]] είναι σπάνιο, οὐκ [[ὀλίγως]], σε Ανθ.<br /><b class="num">VI.</b> Σύγκριση·<br /><b class="num">1.</b> ο συγκρ. [[συνήθως]] αναπληρώνεται από τα [[μείων]], [[ἥσσων]] ή [[ἐλάσσων]]· ο [[τύπος]] [[ὀλίζων]], <i>-ον</i>, γεν. <i>-ονος</i>, είναι [[σπάνιος]].<br /><b class="num">2.</b> υπερθ. [[ὀλίγιστος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· <i>ὀλίγιστον</i> ή <i>τὸ ὀλίγιστον</i>, ως επίρρ., Λατ. [[minime]], σε Πλάτ.· <i>ὡς ὀλίγιστα</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλίγος:''' (ῐ) (compar. ὀλιγώτερος, [[ὀλείζων]] или [[ὀλίζων]], тж. [[μείων]] и [[ἐλάσσων]]; superl. [[ὀλίγιστος]], тж. [[ἐλάχιστος]] и [[ἥκιστος]])<br /><b class="num">1)</b> небольшой, малый ([[ἀριθμός]] Eur.; [[χῶρος]] Hom.): δι᾽ ὀλίγου Thuc. на небольшом расстоянии; ἐξ ὀλίγου τὰ [[πολλά]] Thuc. из малого (возникает) великое;<br /><b class="num">2)</b> непродолжительный, короткий ([[ἀνάπνευσις]] Hom.; [[χρόνος]] Plat.): δι᾽ ὀλίγου Thuc. в течение короткого времени; ἐν ὀλίγῳ Plat. за короткое время (ср. 3); δι᾽ ὀλίγων Eur. немного спустя; κατ᾽ [[ὀλίγον]] Thuc. мало-помалу;<br /><b class="num">3)</b> небольшой, немногий, немногочисленный (ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ [[ὀλίγον]] [[μέσον]] Plat.): κατ᾽ ὀλίγους μάχεσθαι Her. сражаться небольшими группами; οἱ ὀλίγοι Plat. олигархи; δι᾽ ὀλίγων Plat. в немногих словах; ἐν ὀλίγῳ με πείθῃ NT ты почти убедил меня (ср. 2);<br /><b class="num">4)</b> малочисленный, недостаточный (ὁ μὲν θερισμὸς [[πολύς]], οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι NT): [[νῆες]] ὀλίγαι ἀμύνειν Thuc. корабли в недостаточном для оборонительных действий количестве - см. тж. [[ὀλίγον]].
}}
}}