συγκαταβαίνω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-έβην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κατεβαίνω]] ή [[κατέρχομαι]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατεβαίνω]] μαζί, [[ιδίως]] προς την [[παραλία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[κατέρχομαι]] με τη [[βοήθεια]] κάποιου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> [[κατέρχομαι]] στο [[σημείο]] να, [[συμφωνώ]], [[συναινώ]], [[συγκατατίθεμαι]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''συγκαταβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-έβην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κατεβαίνω]] ή [[κατέρχομαι]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατεβαίνω]] μαζί, [[ιδίως]] προς την [[παραλία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[κατέρχομαι]] με τη [[βοήθεια]] κάποιου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> [[κατέρχομαι]] στο [[σημείο]] να, [[συμφωνώ]], [[συναινώ]], [[συγκατατίθεμαι]], σε Πολύβ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-καταβαίνω, Att. ook ξυγκαταβαίνω mee naar beneden gaan:; ξυγκατέβη … καὶ ὁ ἄλλος ὅμιλος ook de rest van het volk ging mee naar beneden (d.w.z. van de bovenstad naar de Piraeus) Thuc. 6.30.2; ἀπὸ τοῦ λόφου van de heuvel Plut. Crass. 31.1; met dat. met iets. Eur. Andr. 505. naar beneden komen (om te helpen), te hulp komen, komen helpen, steeds van goden. overdr. tegelijk arriveren (bij), samen uitkomen (op): met ἐπί + acc.. ἵνα συγκαταβαίνωσι ταῖς ἡλικίαις ἐπὶ τὸν αὐτὸν καιρόν opdat ze in hun leeftijd tegelijk hetzelfde geschikte moment bereiken, d.w.z. opdat ze tegelijk de geschikte leeftijd bereiken (om kinderen te verwekken) Aristot. Pol. 1334b34.
}}
}}