καταμαλάσσω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταμᾰλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[μαλακώνω]] [[πολύ]], σε Λουκ.· μεταφ., καταπραΰνω, [[κατευνάζω]], [[καθησυχάζω]], στον ίδ.
|lsmtext='''καταμᾰλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[μαλακώνω]] [[πολύ]], σε Λουκ.· μεταφ., καταπραΰνω, [[κατευνάζω]], [[καθησυχάζω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμᾰλάσσω:''' атт. καταμαλάττω<br /><b class="num">1)</b> размягчать, смягчать (σώματα ἐλαίῳ Luc.);<br /><b class="num">2)</b> укрощать, унимать (τοὺς ἀνέμους Luc.).
}}
}}