εὔορκος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔορκος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μένει [[πιστός]] στον όρκο του, που τηρεί την υπόσχεσή του, σε Ησίοδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για όρκους, <i>εὔορκα ὀμνύναι</i>, να ορκίζεται [[κάποιος]] πιστά, σε Αττ.· <i>εὔορκόν</i> (<i>ἐστι</i>), βρίσκεται σε [[συμφωνία]] με τον όρκο κάποιου, όχι αντίθετα προς αυτόν, σε Θουκ.· εὔορκα ταῦθ' [[ὑμῖν]] ἐστι, σε Δημ.· ομοίως και, ως επίρρ., τάδ' [[εὐόρκως]] [[ἔχει]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὔορκος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μένει [[πιστός]] στον όρκο του, που τηρεί την υπόσχεσή του, σε Ησίοδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για όρκους, <i>εὔορκα ὀμνύναι</i>, να ορκίζεται [[κάποιος]] πιστά, σε Αττ.· <i>εὔορκόν</i> (<i>ἐστι</i>), βρίσκεται σε [[συμφωνία]] με τον όρκο κάποιου, όχι αντίθετα προς αυτόν, σε Θουκ.· εὔορκα ταῦθ' [[ὑμῖν]] ἐστι, σε Δημ.· ομοίως και, ως επίρρ., τάδ' [[εὐόρκως]] [[ἔχει]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔορκος:''' <b class="num">1)</b> верный клятве ([[ἀνήρ]] Hes.): εἴς τινα εὔ. ὤν Eur. соблюдающий данную кому-л. клятву;<br /><b class="num">2)</b> согласный с клятвой ([[ψῆφος]] Dem.): εὔορκόν ἐστιν Thuc. соответствует данной клятве, т. е. разрешается, предоставляется право; εὔορκα ταῦθ᾽ [[ὑμῖν]] ἐστι Dem. это соответствует вашей клятве.
}}
}}