δυσαπάλλακτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσαπάλλακτος:''' -ον ([[ἀπαλλάσσω]]), [[δύσκολος]] στο να απαλλαγεί [[κάποιος]] από αυτόν, [[φορτικός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''δυσαπάλλακτος:''' -ον ([[ἀπαλλάσσω]]), [[δύσκολος]] στο να απαλλαγεί [[κάποιος]] από αυτόν, [[φορτικός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαπάλλακτος:''' <b class="num">1)</b> с трудом устранимый, неотвязный (ὀδύναι Soph.; [[πρόσταγμα]] Isocr.; [[ἔκστασις]] δ. καὶ [[ἀκίνητος]] Arst.; [[νόσος]] Plut.): δ. [[γενέσθαι]] τῶν ἐμβρύων Arst. иметь трудные роды;<br /><b class="num">2)</b> с трудом отговариваемый (ἀφ᾽ ἑκάστου λόγου Plat.).
}}
}}