3,270,629
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσέμβᾰτος:''' -ον, αυτός στον οποίο [[κάποιος]] δύσκολα βαδίζει, [[δύσβατος]], [[κακοτράχαλος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''δυσέμβᾰτος:''' -ον, αυτός στον οποίο [[κάποιος]] δύσκολα βαδίζει, [[δύσβατος]], [[κακοτράχαλος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσέμβᾰτος:''' неприступный (τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc.). | |||
}} | }} |