Anonymous

θυρόω: Difference between revisions

From LSJ
410 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠρόω:''' ([[θύρα]]), μέλ. <i>-ώσω</i>, [[επιπλώνω]], [[εξοπλίζω]] το [[σπίτι]] με πόρτες, στεγανώνω, [[ασφαλίζω]], σε Αριστοφ.· μεταφ., [[κλείνω]] όπως κάνω με πόρτα, <i>βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''θῠρόω:''' ([[θύρα]]), μέλ. <i>-ώσω</i>, [[επιπλώνω]], [[εξοπλίζω]] το [[σπίτι]] με πόρτες, στεγανώνω, [[ασφαλίζω]], σε Αριστοφ.· μεταφ., [[κλείνω]] όπως κάνω με πόρτα, <i>βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠρόω:''' <b class="num">1)</b> (тж. θ. θύραις Arph.) приделывать двери, снабжать дверьми ([[νεώς]] Arph.; τοῖχον Plut.): ἐξόδοις πολλαῖς τεθυρωμένος Luc. имеющий много выходных дверей;<br /><b class="num">2)</b> закрывать (βλεφάροις τὴν ὄψιν Xen.).
}}
}}