κέκασμαι: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέκασμαι:''' παρακ. του [[καίνυμαι]]· γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. <i>κέκαστο</i>· μτχ. <i>κεκασμένος</i>.
|lsmtext='''κέκασμαι:''' παρακ. του [[καίνυμαι]]· γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. <i>κέκαστο</i>· μτχ. <i>κεκασμένος</i>.
}}
{{elnl
|elnltext=κέκασμαι indic. perf. med. van καίνυμι.
}}
}}