κατερέω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατερέω:''' Αττ. κατ-ερῶ, λειτουργεί ως μέλ. του αόρ. βʹ [[κατεῖπον]], παρακ. <i>κατάρηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]], <i>τινός</i>, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέω ή [[μιλώ]] με [[απλότητα]], [[εκφέρω]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., <i>κατειρήσεται</i>, θα δηλωθεί, θα ανακοινωθεί, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατερέω:''' Αττ. κατ-ερῶ, λειτουργεί ως μέλ. του αόρ. βʹ [[κατεῖπον]], παρακ. <i>κατάρηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]], <i>τινός</i>, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέω ή [[μιλώ]] με [[απλότητα]], [[εκφέρω]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., <i>κατειρήσεται</i>, θα δηλωθεί, θα ανακοινωθεί, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατερέω:''' ион. = [[κατερῶ]].
}}
}}