διασφενδονάω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασφενδονάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διασκορπίζω]] εκσφενδονίζοντας — Παθ., εκτινάσσομαι σε κομμάτια, σε τεμάχια, σε Ξεν.
|lsmtext='''διασφενδονάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διασκορπίζω]] εκσφενδονίζοντας — Παθ., εκτινάσσομαι σε κομμάτια, σε τεμάχια, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διασφενδονάω:''' <b class="num">1)</b> разбрасывать (словно) пращой ([[μέλη]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> разбивать или разрывать на части (τινα Plut.); pass. разбиваться вдребезги (λίθοι διεσφενδονῶντο Xen.).
}}
}}