στέμμα: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στέμμα:''' -ατος, τό ([[στέφω]]), [[στεφάνι]], [[γιρλάντα]], το οποίο οι ικέτες τύλιγαν σε μια ράβδο ή ένα [[κλωνάρι]] [[ελιάς]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· μερικές φορές το φορούσαν στο [[κεφάλι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''στέμμα:''' -ατος, τό ([[στέφω]]), [[στεφάνι]], [[γιρλάντα]], το οποίο οι ικέτες τύλιγαν σε μια ράβδο ή ένα [[κλωνάρι]] [[ελιάς]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· μερικές φορές το φορούσαν στο [[κεφάλι]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''στέμμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> культ. (молитвенная) гирлянда, венок (из лавровых, реже масличных ветвей, обвитых иногда белой шерстью) Hom., Her., Eur., Arph., Plat., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> перен. ткань: στέμματα ξαίνειν Eur. (о Мойрах) ткать жизненную судьбу;<br /><b class="num">3)</b> (у римлян) украшенное венком изображение предка, pl. родословное древо, род: τὰ στέμματα κατάγεται ἐξ ἀρχῆς εἰς Νουμᾶν Plut. родословная выводится с самого начала до Нумы.
}}
}}