3,253,652
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰλαιστικός:''' -ή, -όν, [[έμπειρος]] στην [[πάλη]], σε Αριστ., Λουκ. | |lsmtext='''πᾰλαιστικός:''' -ή, -όν, [[έμπειρος]] στην [[πάλη]], σε Αριστ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παλαιστικός -ή -όν [παλαιστής] bekwaam in het worstelen:; ὁ δὲ θλίβειν καὶ κατέχειν ( sc. δυνάμενος ) παλαιστικός wie kan vastknellen en vasthouden, is een goede worstelaar Aristot. Rh. 1361b24; uitbr. atletisch. | |||
}} | }} |