ἀπειλητήριος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπειλητήριος:''' -α, -ον ([[ἀπειλέω]]), [[απειλητικός]], αυτός που στοχεύει στο να εκφοβίσει, να φοβερίσει, <i>λόγοι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀπειλητήριος:''' -α, -ον ([[ἀπειλέω]]), [[απειλητικός]], αυτός που στοχεύει στο να εκφοβίσει, να φοβερίσει, <i>λόγοι</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπειλητήριος:''' грозящий, угрожающий (λόγοι Her.).
}}
}}