ἀπονέμω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονέμω:''' μέλ. <i>-νεμῶ</i>, [[διανέμω]], [[μοιράζω]], [[χωρίζω]], [[αφιερώνω]], [[ορίζω]], [[παρέχω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., [[αποδίδω]] στον εαυτό μου, [[παίρνω]] για λογαριασμό μου, σε Πλάτ.· <i>ἀπονέμεσθαί τι</i>, [[βόσκω]] ένα [[κοπάδι]], σε Αριστοφ.· με γεν. διαιρ., [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπονέμω:''' μέλ. <i>-νεμῶ</i>, [[διανέμω]], [[μοιράζω]], [[χωρίζω]], [[αφιερώνω]], [[ορίζω]], [[παρέχω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., [[αποδίδω]] στον εαυτό μου, [[παίρνω]] για λογαριασμό μου, σε Πλάτ.· <i>ἀπονέμεσθαί τι</i>, [[βόσκω]] ένα [[κοπάδι]], σε Αριστοφ.· με γεν. διαιρ., [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονέμω:''' <b class="num">1)</b> уделять, назначать, отдавать (τινί τι Her., Plat., Isocr., Polyb., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med. брать или присваивать себе (τι и τινός Plat.), тж. обращать в свою пользу (τὰ ψηφίσματα Arph.);<br /><b class="num">3)</b> даровать (συγγνώμην τινί Luc.);<br /><b class="num">4)</b> объявлять, возвещать ([[ταῦτα]] Pind.);<br /><b class="num">5)</b> воздавать (τιμήν τινι Lys., Plut.);<br /><b class="num">6)</b> выделять, обособлять (ἀπονεμηθεῖσαι τέχναι Plat.).
}}
}}