3,274,216
edits
(4) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνδείκνῡμι:''' ή -ύω, μέλ. <i>-δείξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δείχνω]], [[υποδεικνύω]], Λατ. indicare, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, [[καταγγέλλω]], [[ελέγχω]], σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Πλούτ.· σε Παθ., <i>ἐνδεδειγμένος</i>, σε Πλάτ.· <i>ἐνδειχθέντα δεκάζειν</i>, αυτός που έχει καταγγελθεί για [[δωροδοκία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[φαίνομαι]], φανερώνομαι, <i>Πηλεΐδῃ ἐνδείξομαι</i>, θα παρουσιαστώ στον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐνδείκνυσθαι τὴν γνώμην</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με μτχ., [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]] αποδείξεις ότι κάνω [[κάτι]], [[αποδεικνύω]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[επιδεικνύω]], [[παρουσιάζω]], Λατ. [[prae]] se ferre, σε Αισχύλ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> <i>ἐνδείκνυσθαί τινι</i>, [[δείχνω]] [[προθυμία]] προς κάποιον, [[προσπαθώ]] να προσελκύσω την εύνοιά του, είμαι [[φιλοφρονητικός]] επιδιώκοντας την [[εύνοια]] [[αυτού]] που δέχεται τις περιποιήσεις μου, σε Δημ., Αισχίν. | |lsmtext='''ἐνδείκνῡμι:''' ή -ύω, μέλ. <i>-δείξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δείχνω]], [[υποδεικνύω]], Λατ. indicare, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, [[καταγγέλλω]], [[ελέγχω]], σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Πλούτ.· σε Παθ., <i>ἐνδεδειγμένος</i>, σε Πλάτ.· <i>ἐνδειχθέντα δεκάζειν</i>, αυτός που έχει καταγγελθεί για [[δωροδοκία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[φαίνομαι]], φανερώνομαι, <i>Πηλεΐδῃ ἐνδείξομαι</i>, θα παρουσιαστώ στον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐνδείκνυσθαι τὴν γνώμην</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με μτχ., [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]] αποδείξεις ότι κάνω [[κάτι]], [[αποδεικνύω]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[επιδεικνύω]], [[παρουσιάζω]], Λατ. [[prae]] se ferre, σε Αισχύλ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> <i>ἐνδείκνυσθαί τινι</i>, [[δείχνω]] [[προθυμία]] προς κάποιον, [[προσπαθώ]] να προσελκύσω την εύνοιά του, είμαι [[φιλοφρονητικός]] επιδιώκοντας την [[εύνοια]] [[αυτού]] που δέχεται τις περιποιήσεις μου, σε Δημ., Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνδείκνῡμι:''' (fut. ἐνδείξω)<br /><b class="num">1)</b> тж. med. показывать, указывать (τι Pind. и τινί τι Aesch., med. Polyb.; τινὶ ποιεῖν τι Plat.): [[παχυλῶς]] καὶ τύπῳ τἀληθὲς ἐνδείκνυσθαι Arst. представить истину в самых общих чертах; [[ἐναργῶς]] ὑπὸ τὴν ὄψιν ἐνδεικνύμενος ἔλεγε Polyb. он говорил наглядно и образно;<br /><b class="num">2)</b> выяснять: [[πρίν]] γ᾽ ἂν ἐνδείξω τί δρῶ Soph. прежде чем выясню, что делать мне;<br /><b class="num">3)</b> med. доказывать (τι Plat., Polyb. и περί τινος Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> обнаруживать, выявлять (οτι … Thuc., Plat.; τὸ εὔψυχου Thuc.; τὴν εὔνοιαν Arph., Xen., Dem.; σπουδήν τινα καὶ προθυμίαν Plut.; ἐ. τινὶ τὴν [[ἑωυτοῦ]] γνώμην Her.);<br /><b class="num">5)</b> med. объясняться (с кем-л.), обращаться с речью (τινι Hom., Dem.);<br /><b class="num">6)</b> med. прислуживаться, заискивать (τινι Arst., Aeschin.);<br /><b class="num">7)</b> доносить, выдавать (τινὰ ταῖς ἀρχαῖς Plat.); предавать суду, привлекать к ответственности (ἐ. τινὰ καὶ ἀπάγειν Plat.): ἐνδειχθεὶς θανάτῳ ζημιωθήσεται Lys. он будет предан суду и смертной казни; ἐνδειχθεὶς ποιεῖν τι Dem. привлеченный к ответственности за совершение чего-л.;<br /><b class="num">8)</b> med. щеголять, кичиться (ἐνδείξασθαι καὶ καλλωπίσασθαι Plat.). | |||
}} | }} |