3,273,075
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλείων:''' και [[πλέων]], ὁ, ἡ, ουδ. [[πλεῖον]], [[πλέον]], Αττ. επίσης [[πλεῖν]]· πληθ. <i>πλείονες</i>, <i>πλέονες</i>, Αττ. [[πλείους]], Αττ. ουδ. [[πλείω]]· επ. πληθ. [[πλέες]], αιτ. [[πλέας]], δοτ. [[πλεόνεσσι]]· Ιων. και Δωρ. ουδ. [[πλεῦν]], πληθ. [[πλεῦνες]] — συγκρ. του [[πολύς]], πιο [[πολύς]], [[περισσότερος]], λέγεται για τον αριθμό και για το [[μέγεθος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τὸν [[πλείω]] λογον, όλο τον επιπρόσθετο λόγο, σε Σοφ.· [[πλείω]] τὸν πλοῦν, το μεγαλύτερο [[μέρος]] από..., σε Θουκ.<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για χρόνο, μακρύτερος, [[πλείων]] [[χρόνος]], σε Ηρόδ.· [[πλείων]] [[νύξ]], το μεγαλύτερο [[μέρος]] της νύχτας, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με [[άρθρο]], <i>οἱ πλείονες</i>, ο μεγαλύτερος [[αριθμός]], όπως <i>οἱ πολλοί</i>, η [[μάζα]] ή το [[πλήθος]], σε Όμηρ.· οἱ [[πλεῦνες]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., [[τὰς]] πλεῦνας [[τῶν]] γυναικῶν, στον ίδ.· οι πολλοί, το [[πλήθος]], αντίθ. προς τους αρχηγούς, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸ [[πλεῖον]] πολέμοιο, το μεγαλύτερο [[μέρος]] του πολέμου, σε Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> Ειδικότερες χρήσεις του ουδ.·<br /><b class="num">1.</b> ως ουσ., το πιο [[πολύ]], [[πλεῦν]] [[ἔτι]] [[τούτου]], σε Ηρόδ.· τὸ δὲ [[πλέον]], το περισσότερο, αυτό που είναι πιο [[πολύ]], σε Ευρ., Θουκ.· [[πλέον]] ή τὸ [[πλέον]] τινός, ο [[ανώτερος]] [[βαθμός]] ενός πράγματος, σε Σοφ.· τὸ [[πλέον]] τοῦ χρόνου, σε Θουκ.· [[πλέον]] ἔχειν, έχω το καλύτερο [[μέρος]] από [[κάτι]], [[κερδίζω]], [[υπερτερώ]], στον ίδ.· επίσης, όπως το [[πλεονεκτέω]] με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, [[πλέον]] ποιεῖν, σε Πλάτ.· ἐς [[πλέον]] ποιεῖν, σε Σοφ.· οὐδὲν [[πλέον]] πράσσειν κ.λπ., σε Ευρ.· τί [[πλέον]]; τί περισσότερο; δηλ. ποια [[ωφέλεια]] ή [[χρησιμότητα]] έχει αυτό; σε Αριστοφ.· ομοίως, οὐδὲν ἦν [[πλέον]], σε Δημ.· ἐπὶ [[πλέον]] ή <i>ἐπίπλεον</i>, ως επίρρ., πιο [[πολύ]], [[περαιτέρω]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με γεν., [[πέραν]], ἐπὶ τὸ [[πλέον]] τινὸς [[ἱκέσθαι]], σε Θεόκρ.· πρβλ. [[περί]] Α. III. <b>2. α)</b> ως επίρρ., περισσότερο, [[πλέον]] ἔφερέ οἱ ἡ [[γνώμη]], η [[γνώμη]] του έκλινε περισσότερο στο..., σε Ηρόδ.· επίσης, τὸ [[πλέον]], Ιων. τὸ [[πλεῦν]], για το μεγαλύτερο [[μέρος]], κατά το πλείστον, στον ίδ. κ.λπ.· τὸ [[πλέον]] = [[μᾶλλον]], σε Θουκ. <b>β)</b> με αριθμητικά, [[τοξότας]] [[πλέον]] ἢ [[εἴκοσι]], σε Ξεν.· με αυτή τη [[σημασία]] ο [[συνηρημένος]] [[τύπος]] [[πλεῖν]] χρησιμοποιείται από τους Αττ. συγγραφείς, [[πλεῖν]] ἢ τριάκονθ' ἡμέρας, σε Αριστοφ.· [[πλεῖν]] ἢ χιλίας (ενν. <i>δραχμάς</i>), στον ίδ. κ.λπ.· [[αλλά]] το <i>ἢ</i> [[συχνά]] παραλείπεται, όπως στα Λατ. [[quam]] [[μετά]] το [[plus]], [[πλεῖν]] ἑξακοσίας, στον ίδ.· ομοίως, ἔτη γεγονὼς [[πλείω]] [[ἑβδομήκοντα]], Λατ. annos [[plus]] [[septuaginta]] [[natus]], σε Πλάτ.· κωμικές φράσεις, πλεῖνἢ [[μαίνομαι]], μου αρέσει υπερβολικά, σε Αριστοφ. <b>γ)</b> ο πληθ. [[πλείω]] χρησιμοποιείται επίσης όπως το [[πλέον]], σε Θουκ., Δημ. | |lsmtext='''πλείων:''' και [[πλέων]], ὁ, ἡ, ουδ. [[πλεῖον]], [[πλέον]], Αττ. επίσης [[πλεῖν]]· πληθ. <i>πλείονες</i>, <i>πλέονες</i>, Αττ. [[πλείους]], Αττ. ουδ. [[πλείω]]· επ. πληθ. [[πλέες]], αιτ. [[πλέας]], δοτ. [[πλεόνεσσι]]· Ιων. και Δωρ. ουδ. [[πλεῦν]], πληθ. [[πλεῦνες]] — συγκρ. του [[πολύς]], πιο [[πολύς]], [[περισσότερος]], λέγεται για τον αριθμό και για το [[μέγεθος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τὸν [[πλείω]] λογον, όλο τον επιπρόσθετο λόγο, σε Σοφ.· [[πλείω]] τὸν πλοῦν, το μεγαλύτερο [[μέρος]] από..., σε Θουκ.<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για χρόνο, μακρύτερος, [[πλείων]] [[χρόνος]], σε Ηρόδ.· [[πλείων]] [[νύξ]], το μεγαλύτερο [[μέρος]] της νύχτας, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με [[άρθρο]], <i>οἱ πλείονες</i>, ο μεγαλύτερος [[αριθμός]], όπως <i>οἱ πολλοί</i>, η [[μάζα]] ή το [[πλήθος]], σε Όμηρ.· οἱ [[πλεῦνες]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., [[τὰς]] πλεῦνας [[τῶν]] γυναικῶν, στον ίδ.· οι πολλοί, το [[πλήθος]], αντίθ. προς τους αρχηγούς, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸ [[πλεῖον]] πολέμοιο, το μεγαλύτερο [[μέρος]] του πολέμου, σε Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> Ειδικότερες χρήσεις του ουδ.·<br /><b class="num">1.</b> ως ουσ., το πιο [[πολύ]], [[πλεῦν]] [[ἔτι]] [[τούτου]], σε Ηρόδ.· τὸ δὲ [[πλέον]], το περισσότερο, αυτό που είναι πιο [[πολύ]], σε Ευρ., Θουκ.· [[πλέον]] ή τὸ [[πλέον]] τινός, ο [[ανώτερος]] [[βαθμός]] ενός πράγματος, σε Σοφ.· τὸ [[πλέον]] τοῦ χρόνου, σε Θουκ.· [[πλέον]] ἔχειν, έχω το καλύτερο [[μέρος]] από [[κάτι]], [[κερδίζω]], [[υπερτερώ]], στον ίδ.· επίσης, όπως το [[πλεονεκτέω]] με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, [[πλέον]] ποιεῖν, σε Πλάτ.· ἐς [[πλέον]] ποιεῖν, σε Σοφ.· οὐδὲν [[πλέον]] πράσσειν κ.λπ., σε Ευρ.· τί [[πλέον]]; τί περισσότερο; δηλ. ποια [[ωφέλεια]] ή [[χρησιμότητα]] έχει αυτό; σε Αριστοφ.· ομοίως, οὐδὲν ἦν [[πλέον]], σε Δημ.· ἐπὶ [[πλέον]] ή <i>ἐπίπλεον</i>, ως επίρρ., πιο [[πολύ]], [[περαιτέρω]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με γεν., [[πέραν]], ἐπὶ τὸ [[πλέον]] τινὸς [[ἱκέσθαι]], σε Θεόκρ.· πρβλ. [[περί]] Α. III. <b>2. α)</b> ως επίρρ., περισσότερο, [[πλέον]] ἔφερέ οἱ ἡ [[γνώμη]], η [[γνώμη]] του έκλινε περισσότερο στο..., σε Ηρόδ.· επίσης, τὸ [[πλέον]], Ιων. τὸ [[πλεῦν]], για το μεγαλύτερο [[μέρος]], κατά το πλείστον, στον ίδ. κ.λπ.· τὸ [[πλέον]] = [[μᾶλλον]], σε Θουκ. <b>β)</b> με αριθμητικά, [[τοξότας]] [[πλέον]] ἢ [[εἴκοσι]], σε Ξεν.· με αυτή τη [[σημασία]] ο [[συνηρημένος]] [[τύπος]] [[πλεῖν]] χρησιμοποιείται από τους Αττ. συγγραφείς, [[πλεῖν]] ἢ τριάκονθ' ἡμέρας, σε Αριστοφ.· [[πλεῖν]] ἢ χιλίας (ενν. <i>δραχμάς</i>), στον ίδ. κ.λπ.· [[αλλά]] το <i>ἢ</i> [[συχνά]] παραλείπεται, όπως στα Λατ. [[quam]] [[μετά]] το [[plus]], [[πλεῖν]] ἑξακοσίας, στον ίδ.· ομοίως, ἔτη γεγονὼς [[πλείω]] [[ἑβδομήκοντα]], Λατ. annos [[plus]] [[septuaginta]] [[natus]], σε Πλάτ.· κωμικές φράσεις, πλεῖνἢ [[μαίνομαι]], μου αρέσει υπερβολικά, σε Αριστοφ. <b>γ)</b> ο πληθ. [[πλείω]] χρησιμοποιείται επίσης όπως το [[πλέον]], σε Θουκ., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλείων:''' 2, gen. ονος, [[πλέων]] 2, gen. ονος и [[πλέως]], πλέᾱ, [[πλέων]], gen. [[πλέω]], πλέᾱς, [[πλέω]] [compar. к [[πολύς]]<br /><b class="num">1)</b> более многочисленный, большой ([[στρατιή]] Her.; [[ὄχλος]] Xen.): μάχεσθαι [[πλεόνεσσι]] Hom. сражаться с численно превосходящим противником; οἱ πλείονες Hom. (οἱ [[πλεῦνες]] Her.) большинство, тж. Her., Thuc. множество людей, Arph. иногда усопшие, мертвецы: ἐς πλέονας οἰκεῖν Thuc. управлять в интересах большинства; ἔτη γεγονὼς [[πλείω]] [[ἑβδομήκοντα]] Plat. будучи более семидесяти лет от роду; ἐς πλεόνων ἦλθε μετοικεσίην Anth. он вступил в обитель мертвых, т. е. умер;<br /><b class="num">2)</b> более протяженный, более длинный ([[ὁδός]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> более продолжительный, более долгий ([[χρόνος]] Her.): [[πλέων]] [[νύξ]] Hom. большая часть ночи;<br /><b class="num">4)</b> более значительный, более важный (οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς; NT): περὶ πλείονος ποιεῖσθαι Xen. ставить выше - см. тж. [[πλέον]] и πλείον. | |||
}} | }} |