ἀποκωλύω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκωλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[εμποδίζω]] ή [[αποτρέπω]] κάποιον από [[κάτι]], <i>τινά τινος</i>, σε Ξεν.· με απαρ., [[ἀποκωλύω]] τινὰ ποιεῖν, [[αποτρέπω]] από μια [[πράξη]], [[απαγορεύω]], <i>μὴ ποιεῖν τι</i>, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. μόνο, [[παρακωλύω]], [[εμποδίζω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Θουκ.· απόλ., [[παρεμβάλλω]] εμπόδια, [[φράζω]] το δρόμο, [[εμποδίζω]], σε Θουκ.· απρόσ., <i>οὐδὲν ἀποκωλύει</i>, δεν υπάρχει κανένα [[εμπόδιο]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀποκωλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[εμποδίζω]] ή [[αποτρέπω]] κάποιον από [[κάτι]], <i>τινά τινος</i>, σε Ξεν.· με απαρ., [[ἀποκωλύω]] τινὰ ποιεῖν, [[αποτρέπω]] από μια [[πράξη]], [[απαγορεύω]], <i>μὴ ποιεῖν τι</i>, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. μόνο, [[παρακωλύω]], [[εμποδίζω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Θουκ.· απόλ., [[παρεμβάλλω]] εμπόδια, [[φράζω]] το δρόμο, [[εμποδίζω]], σε Θουκ.· απρόσ., <i>οὐδὲν ἀποκωλύει</i>, δεν υπάρχει κανένα [[εμπόδιο]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκωλύω:''' мешать, препятствовать, тж. запрещать (τινά Her. и τινά τινος Xen.; ποιεῖν τι Eur., Plat. и μὴ ποιεῖν τι Xen.; οὐδὲν ἀποκωλύει Plat.).
}}
}}