βαδιστέον: Difference between revisions

nl
(3)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βαδιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[βαδίζω]], πρέπει [[κανείς]] να βαδίσει ή να περπατήσει, σε Σοφ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]] και στον πληθ., <i>βαδιστέα</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βαδιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[βαδίζω]], πρέπει [[κανείς]] να βαδίσει ή να περπατήσει, σε Σοφ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]] και στον πληθ., <i>βαδιστέα</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαδιστέον]], adj. verb. van [[βαδίζω]], ook plur. βαδιστέα<br /><b class="num">1.</b> er moet gegaan worden.<br /><b class="num">2.</b> overdr. men moet zich wenden tot, richten op, met [[ἐπί]] + acc.. Aristot. EN 1180b21.
}}
}}