βαλανεῖον: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰλᾰνεῖον:''' τό, Λατ. [[balineum]], [[balneum]], [[λουτρό]] (ο [[χώρος]] συνολικά ή ο [[συγκεκριμένος]] [[λουτήρας]]), σε Αριστοφ.· συχνότερα απαντά στον πληθ., στον ίδ.
|lsmtext='''βᾰλᾰνεῖον:''' τό, Λατ. [[balineum]], [[balneum]], [[λουτρό]] (ο [[χώρος]] συνολικά ή ο [[συγκεκριμένος]] [[λουτήρας]]), σε Αριστοφ.· συχνότερα απαντά στον πληθ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰλᾰνεῖον:''' τό<b class="num">1)</b> тж. pl. баня, купальня Arph., Arst., Dem.;<br /><b class="num">2)</b> купанье, омовение Plut.
}}
}}