3,252,048
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰρῠβρώς:''' ὁ, ἡ (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει, φθείρει, διαβρώνει, οξειδώνει, σε Σοφ. | |lsmtext='''βᾰρῠβρώς:''' ὁ, ἡ (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει, φθείρει, διαβρώνει, οξειδώνει, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρυβρώς:''' ῶτος adj. вызываемый гложущей болью ([[στόνος]] Soph.). | |||
}} | }} |