βαρυβρώς: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρῠβρώς:''' ὁ, ἡ (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει, φθείρει, διαβρώνει, οξειδώνει, σε Σοφ.
|lsmtext='''βᾰρῠβρώς:''' ὁ, ἡ (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει, φθείρει, διαβρώνει, οξειδώνει, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρυβρώς:''' ῶτος adj. вызываемый гложущей болью ([[στόνος]] Soph.).
}}
}}