3,277,048
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γέρων:''' -οντος, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ηλικιωμένος άντρας, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[πολιτική]] [[σημασία]]· <i>γέροντες</i> ήταν οι δημογέροντες, οι πρεσβύτεροι ή οι άρχοντες, οι οποίοι αποτελούσαν το [[συμβούλιο]] του βασιλιά, σε Όμηρ.· [[έπειτα]], όπως το Λατ. Patres, και οι συγκλητικοί, [[ιδίως]] στη [[Σπάρτη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., ηλικιωμένος, συναπτόμενο [[κυρίως]] με αρσ. ουσ., σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· [[αλλά]], [[γέρον]] [[σάκος]], συναντάται σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''γέρων:''' -οντος, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ηλικιωμένος άντρας, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[πολιτική]] [[σημασία]]· <i>γέροντες</i> ήταν οι δημογέροντες, οι πρεσβύτεροι ή οι άρχοντες, οι οποίοι αποτελούσαν το [[συμβούλιο]] του βασιλιά, σε Όμηρ.· [[έπειτα]], όπως το Λατ. Patres, και οι συγκλητικοί, [[ιδίως]] στη [[Σπάρτη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., ηλικιωμένος, συναπτόμενο [[κυρίως]] με αρσ. ουσ., σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· [[αλλά]], [[γέρον]] [[σάκος]], συναντάται σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γέρων:''' 2, gen. οντος<br /><b class="num">1)</b> старый ([[σάκος]] Hom.; [[ξένος]] Pind.; [[λόγος]] Aesch.; [[ἵππος]] Soph.; ἔλαφοι Arst.; [[πέπλος]] Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> старший ([[Ἀντίγονος]] ὁ γ. Plut.).<br />οντος ὁ<br /><b class="num">1)</b> старик, старец Hom., Pind., Trag., Arst., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> старейшина Hom., Pind., Her., Plat., Arst. | |||
}} | }} |