γεωργικός: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γεωργικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[γεωργία]], [[αγροτικός]], σε Αριστοφ.· ὁ γεωργικὸς [[λεώς]], [[λαός]] της υπαίθρου, στον ίδ.· <i>ἡ γεωργική</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[καλλιέργεια]] της γης, αγροτικές εργασίες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιδέξιος]] στις αγροτικές εργασίες, [[έμπειρος]] στη [[γεωργία]]· και ως ουσ., [[καλός]] [[αγρότης]], στον ίδ.
|lsmtext='''γεωργικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[γεωργία]], [[αγροτικός]], σε Αριστοφ.· ὁ γεωργικὸς [[λεώς]], [[λαός]] της υπαίθρου, στον ίδ.· <i>ἡ γεωργική</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[καλλιέργεια]] της γης, αγροτικές εργασίες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιδέξιος]] στις αγροτικές εργασίες, [[έμπειρος]] στη [[γεωργία]]· και ως ουσ., [[καλός]] [[αγρότης]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γεωργικός:''' <b class="num">1)</b> земледельческий, сельскохозяйственный ([[σκεύη]], [[λεώς]] Arph.; [[βίος]] Plat., Arst.; [[βιβλίον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> сведущий в земледелии ([[ἀνήρ]] Plat., Arst.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> опытный земледелец Plat.;<br /><b class="num">2)</b> любитель земледелия Plut.
}}
}}