3,277,002
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαρρήγνῡμι:''' μέλ. <i>-ρήξω</i> — Παθ. μέλ. βʹ <i>-ρᾰγήσομαι</i>, αόρ. βʹ δι-ερράγην [ᾰ]· [[ξεσχίζω]], [[διασπώ]], σε Ομήρ. Ιλ. (στη Μέσ.), σε Ηρόδ., Σοφ. — Παθ., εκρήγνυμαι, [[ξεσπώ]], [[σκάζω]], από την [[πολυφαγία]], σε Ξεν.· από το [[πάθος]], σε Αριστοφ.· <i>διαρρᾰγείης</i>, λέγεται ως [[κατάρα]], «να σκάσεις!», στον ίδ.· παρακ. [[διέρρωγα]], με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''διαρρήγνῡμι:''' μέλ. <i>-ρήξω</i> — Παθ. μέλ. βʹ <i>-ρᾰγήσομαι</i>, αόρ. βʹ δι-ερράγην [ᾰ]· [[ξεσχίζω]], [[διασπώ]], σε Ομήρ. Ιλ. (στη Μέσ.), σε Ηρόδ., Σοφ. — Παθ., εκρήγνυμαι, [[ξεσπώ]], [[σκάζω]], από την [[πολυφαγία]], σε Ξεν.· από το [[πάθος]], σε Αριστοφ.· <i>διαρρᾰγείης</i>, λέγεται ως [[κατάρα]], «να σκάσεις!», στον ίδ.· παρακ. [[διέρρωγα]], με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαρρήγνῡμι:''' (fut. διαρρήξω)<br /><b class="num">1)</b> разрывать, прорывать (πλευρὰν φασγάνῳ Soph.; τὰς χορδάς Plat.; τὴν γαστέρα τῆς μητρός Arst.; med. in tmesi ἐπάλξεις Hom.);<br /><b class="num">2)</b> разрываться, лопаться (διερρωγυῖαι χορδαί Plat.; [[ἀράχνιον]] διερρωγός Arst.; διερρωγὼς [[χιτών]] Plut.; перен. δ. ὑπὸ φθόνου Luc.): οὐδ᾽ ἂν σὺ διαρραγῇς [[ψευδόμενος]]! Dem. хоть ты разорвись от своей лжи!; [[διαρραγείης]]! Arph. чтоб ты лопнул! | |||
}} | }} |