δυσχείρωτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσχείρωτος:''' -ον ([[χειρόω]]), αυτός που δύσκολα υποτάσσεται, [[αδούλωτος]], σε Ηρόδ., Δημ.
|lsmtext='''δυσχείρωτος:''' -ον ([[χειρόω]]), αυτός που δύσκολα υποτάσσεται, [[αδούλωτος]], σε Ηρόδ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσχείρωτος:''' с которым трудно совладать, неодолимый (sc. πολέμιοι Her.; τινι Plut., Diod.).
}}
}}