δυσπάλαιστος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπάλαιστος:''' -ον (πᾰλαίω), αυτός με τον οποίο δύσκολα παλεύει [[κάποιος]], [[ακατανίκητος]], [[ακαταμάχητος]], σε Αισχύλ., Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''δυσπάλαιστος:''' -ον (πᾰλαίω), αυτός με τον οποίο δύσκολα παλεύει [[κάποιος]], [[ακατανίκητος]], [[ακαταμάχητος]], σε Αισχύλ., Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπάλαιστος:''' непреоборимый, неодолимый ([[τῶνδε]] δωμάτων [[ἀρά]] Aesch.; [[τύχα]] Eur.; [[δύναμις]] Xen.).
}}
}}