3,274,919
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσπάλαιστος:''' -ον (πᾰλαίω), αυτός με τον οποίο δύσκολα παλεύει [[κάποιος]], [[ακατανίκητος]], [[ακαταμάχητος]], σε Αισχύλ., Ευρ., Ξεν. | |lsmtext='''δυσπάλαιστος:''' -ον (πᾰλαίω), αυτός με τον οποίο δύσκολα παλεύει [[κάποιος]], [[ακατανίκητος]], [[ακαταμάχητος]], σε Αισχύλ., Ευρ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπάλαιστος:''' непреоборимый, неодолимый ([[τῶνδε]] δωμάτων [[ἀρά]] Aesch.; [[τύχα]] Eur.; [[δύναμις]] Xen.). | |||
}} | }} |