ἐγκαταπλέκω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκαταπλέκω:''' μέλ. <i>-πλέξω</i>, [[συμπλέκω]], [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐγκαταπλέκω:''' μέλ. <i>-πλέξω</i>, [[συμπλέκω]], [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκαταπλέκω:''' вплетать, втыкать (ἧλοι ἐγκαταπεπλεγμένοι ἐν τῷ πλοκάμῳ Xen.; τὰς ἀκάνθας δι᾽ [[ἀλλήλων]] Plut.).
}}
}}