ἐκσφραγίζομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i> — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i> — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' исключаться, изгоняться (δόμων Eur. - in tmesi).
}}
}}