ἐνακούω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾰκούω:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, [[εισακούω]], [[ακούω]] προσεκτικά [[κάτι]], [[υπακούω]], [[ενδίδω]], με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐνᾰκούω:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, [[εισακούω]], [[ακούω]] προσεκτικά [[κάτι]], [[υπακούω]], [[ενδίδω]], με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνᾰκούω:''' вслушиваться, прислушиваться ([[γόων]] Soph.).
}}
}}