ἔλυτρον: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔλῠτρον:''' τό ([[ἐλύω]] II)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θήκη]] [[δόρατος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[σώμα]] ως περικάλλυμα της ψυχής, σε Πλάτ. [[παρά]] Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρος]] για [[συγκέντρωση]] νερού, [[δεξαμενή]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἔλῠτρον:''' τό ([[ἐλύω]] II)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θήκη]] [[δόρατος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[σώμα]] ως περικάλλυμα της ψυχής, σε Πλάτ. [[παρά]] Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρος]] για [[συγκέντρωση]] νερού, [[δεξαμενή]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔλυτρον:''' τό<b class="num">1)</b> футляр, чехол (τοῦ [[δόρατος]] Arph.; τῶν ἀσπίδων Diod.; λυχνίων ἀργυρῶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> оболочка, покров (τὰ ὄμματα [[ἔχει]] [[ὥσπερ]] ἔ. τὰ βλέφαρα Arst.; τὸ [[ἔξω]] ἔ. Plat.);<br /><b class="num">3)</b> поэт. бренная оболочка, тело ([[γαῖα]], λαβ᾽ Ἀδμήτου ἔ. Luc.);<br /><b class="num">4)</b> вместилище: ἔ. τοῦ [[ὕδατος]] или τῶν ὑδάτων Her. водоем, бассейн;<br /><b class="num">5)</b> зоол. надкрылье (τὰ κολεόπτερα ἐν ἐλύτρῳ [[ἔχει]] τὰ πτερά Arst.).
}}
}}