ἐνθουσιώδης: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθουσιώδης:''' -ες ([[ἐνθουσιάω]], [[εἶδος]]), αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, ενθουσιασμένος, [[περιχαρής]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐνθουσιώδης:''' -ες ([[ἐνθουσιάω]], [[εἶδος]]), αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, ενθουσιασμένος, [[περιχαρής]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνθουσιώδης:''' восторженный или исступленный (ἐνθουσιώδεις καὶ μανικαὶ φοραί Plut.).
}}
}}