ἐνθυμέομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθῡμέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνεθυμήθην</i>, παρακ. <i>ἐντεθύμημαι</i> ([[θυμός]])· <b>1. α)</b> [[βάζω]] [[κάτι]] στο [[μυαλό]] μου, [[μελετώ]], [[εξετάζω]] [[καλά]], [[συλλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]], [[σταθμίζω]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. <b>β)</b> με γεν., <i>ἐνθυμεῖσθαί τινος</i>, το να σκέπτεται [[κάποιος]] [[πολύ]] ή [[βαθιά]] για [[κάτι]], στον ίδ., σε Ξεν. <b>γ)</b> ακολουθ. από αναφορ., όπως για [[παράδειγμα]] το [[ὅτι]], [[σκέφτομαι]], [[υπολογίζω]] ότι, σε Αριστοφ. κ.λπ. <b>δ)</b> με μτχ., <i>οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος</i>, δεν είχε [[συνείδηση]] του ότι επαίρεται, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[κατάκαρδα]], πληγώνομαι, οργίζομαι, συγχύζομαι, <i>τι</i>, σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[καταλήγω]] στη [[λύση]] ενός ζητήματος, [[καταστρώνω]] [[σχέδιο]], [[επινοώ]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[εξάγω]] συμπεράσματα, [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἐνθῡμέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνεθυμήθην</i>, παρακ. <i>ἐντεθύμημαι</i> ([[θυμός]])· <b>1. α)</b> [[βάζω]] [[κάτι]] στο [[μυαλό]] μου, [[μελετώ]], [[εξετάζω]] [[καλά]], [[συλλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]], [[σταθμίζω]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. <b>β)</b> με γεν., <i>ἐνθυμεῖσθαί τινος</i>, το να σκέπτεται [[κάποιος]] [[πολύ]] ή [[βαθιά]] για [[κάτι]], στον ίδ., σε Ξεν. <b>γ)</b> ακολουθ. από αναφορ., όπως για [[παράδειγμα]] το [[ὅτι]], [[σκέφτομαι]], [[υπολογίζω]] ότι, σε Αριστοφ. κ.λπ. <b>δ)</b> με μτχ., <i>οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος</i>, δεν είχε [[συνείδηση]] του ότι επαίρεται, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[κατάκαρδα]], πληγώνομαι, οργίζομαι, συγχύζομαι, <i>τι</i>, σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[καταλήγω]] στη [[λύση]] ενός ζητήματος, [[καταστρώνω]] [[σχέδιο]], [[επινοώ]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[εξάγω]] συμπεράσματα, [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνθῡμέομαι:''' <b class="num">1)</b> иметь на уме, размышлять, обдумывать (τι Thuc., Xen., Plut., τινος Thuc., Xen., Plat. и περί τινος Plat., тж. ὅτι … Thuc., εἰ … Isocr. и ὡς … Xen.): [[κράτιστος]] ἐνθυμηθῆναι Thuc. умеющий отлично соображать; ἐνθυμοῦ μή τι παραλείπωμεν Plat. подумай, не пропустили ли мы чего-л.; τὰ μὲν [[οἶδα]] σ᾽ ἐνθυμουμένην, τὰ δ᾽ ἡσυχαιτέραν Aesch. я знаю, что это ты принимаешь близко к сердцу, а к тому ты равнодушна;<br /><b class="num">2)</b> обращать внимание, сознавать: οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Thuc. он бессознательно поддался безрассудной отваге;<br /><b class="num">3)</b> приходить к выводу, заключать: τί [[οὖν]] ἐκ τούτων [[ὑμᾶς]] ἐ. [[δεῖ]]; Dem. какой же вывод должны вы сделать из этого?
}}
}}