3,273,800
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπεισκωμάζω:''' μέλ. <i>—σω</i>, [[ορμώ]] με [[φόρα]] όπως οι πανηγυριστές, οι γλεντζέδες, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπεισκωμάζω:''' μέλ. <i>—σω</i>, [[ορμώ]] με [[φόρα]] όπως οι πανηγυριστές, οι γλεντζέδες, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεισκωμάζω:''' (pf. ἐπεισκεκώμακα) (шумно, подобно толпе гуляк) вторгаться, врываться ([[ἔξωθεν]] Plat.; τισὶ [[ἀπό]] τινος Luc.; τοῖς συμποσίοις Plut.). | |||
}} | }} |