ἐξαπαλλάσσω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαπαλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ελευθερώνω]] από, [[απαλλάσσω]] από, <i>κακῶν</i>, σε Ευρ. — Παθ., απαλλάσσομαι από, [[ξεφεύγω]], αποδρώ από, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἐξαπαλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ελευθερώνω]] από, [[απαλλάσσω]] από, <i>κακῶν</i>, σε Ευρ. — Παθ., απαλλάσσομαι από, [[ξεφεύγω]], αποδρώ από, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαπαλλάσσω:''' атт. [[ἐξαπαλλάττω]] (pass.: fut. ἐξαπαλλαχθήσομαι, aor. ἐξαπηλλάχθην)<br /><b class="num">1)</b> освобождать, избавлять (τινὰ κακῶν Eur.; κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Her.): τίς [[ἄλυπος]] ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται; Soph. кто (убив Эгиста) ускользнет безнаказанно?; τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῆναι Thuc. отказаться от своих слов;<br /><b class="num">2)</b> избавляться (ταλαίνης ἐξαπαλλάξαι ζόης Eur.).
}}
}}